Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

Ο Τεό κι ο Θοδωρής

Η εφηβεία στα αγόρια είναι δύσκολη. Γενικώς τα ‘χουν χαμένα. Όταν ήμουν στο γυμνάσιο δεν είχα αποφασίσει ακόμα αν έπρεπε να αλλάξω ομάδα στο μπάσκετ και από ΠΑΟΚ να γίνω Άρης (μόλις είχε έρθει ο Γκάλης) και αν έπρεπε να κρατιέμαι να μη γελάω με τις ταινίες του Δαλιανίδη και να με συναρπάζουν τάχα οι ταινίες του Αγγελόπουλου ή να μείνω ένα «απλό παιδί του λαού». Μάλλον την είχα ψωνίσει. (Η συνέχεια εδώ).

Όταν πέθανε ο Δαλιανίδης είδα στην κηδεία του, στην τηλεόραση, τον Αγγελόπουλο. Μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση η παρουσία του εκεί. Μετά από 35 χρόνια μου έλυσε το βίντεο τις απορίες. Προφανώς κι ο Τεό θα γελούσε με τον Δαλιανίδη. Με απενοχοποίησε. Δεν τον σνόμπαρε προφανώς.

Την εποχή εκείνη ανήκα στο (ντεμέκ) κίνημα του Β΄ Εξώστη. Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, εγώ, ένα πιτσιρίκι ανάμεσα σε μεγάλους. Γιουχαΐσματα και καταγγελίες κάθε Οκτώβρη (τότε το Φεστιβάλ γίνονταν Οκτώβριο) για το κινηματογραφικό κατεστημένο που γυρίζει ταινίες με τα χρήματα του υπουργείου και του κέντρου κινηματογράφου. Συζητήσεις ατέλειωτες στο Ντορέ όπου οι κουλτουριάρηδες με τα αμπέχονα κατήγγειλαν τους κουλτουριάρηδες με τις γραβάτες ότι έχουν ρίξει σε τέλμα τον ελληνικό κινηματογράφο. Εγώ απορούσα πώς οι κουλτουριάρηδες γίνεται να συμπεριφέρονται σαν τους συνομηλίκους μου στο γήπεδο και να διακόπτουν προβολές ταινιών. Το θεωρούσα αντιδημοκρατικό.

Την πρώτη ταινία του Αγγελόπουλου την είδα στο Φεστιβάλ. Ήταν ο Μεγαλέξανδρος. Ήταν η πρώτη ταινία που ΔΕΝ είδα. Οι μεγάλοι του εξώστη μας πήραν και φύγαμε. Ήταν βαρετή.

Περνούσαν τα χρόνια. Ο εξώστης έγινε πια θεσμός. Καθιερώθηκε το βραβείο κοινού. Ο Β΄ Εξώστης έγινε δωρεάν εφημερίδα για το σινεμά (έγραφα κι εγώ ένα φεγγάρι εκεί). Η Μελίνα αγκάλιασε τα «κακά παιδιά» κι ο Αγγελόπουλος συνέχισε τη μοναχική του πορεία.

Ο Τεό μπορεί να πει κανείς ότι αδιαφορούσε παντελώς για τις επιθέσεις που δέχονταν. Τον κατηγορούσαν ότι δεν τον ενδιέφερε το κοινό, ότι δεν έκανε σύγχρονο κινηματογράφο, ότι ήταν για λίγους, ότι τον χρηματοδοτούσαν τα υπουργεία, ότι δεν καταπιάνονταν με θέματα που αφορούσαν το σύγχρονο άνθρωπο, ότι, ότι, ότι…

Τον κατηγορούσε ο Νίκος Ζερβός (πάντα) ότι είναι βαρετός, τον κατηγορούσαν οι εθνικόφρονες ότι είναι προδότης, ο Σαββόπουλος ότι του προκαλεί χασμουρητά. Ότι είναι υπερβολικά διεθνιστής, ότι δεν πιάνει τον παλμό του νεοέλληνα. Ότι είναι εθνικός μειοδότης, ότι πάει να μας κάνει πλύση εγκεφάλου, ότι τον Κουστουρίτσα δεν τον φτάνει ούτε στο δαχτυλάκι του, ότι κοιτάει τη φόρμα εις βάρος της ουσίας, ότι είναι «μακρύς και βαθυστόχαστος». «Ας τον κάνουν επιτέλους Ακαδημαϊκό να ησυχάσουμε».

Τον Αγγελόπουλο άρχισα εξ αντανακλάσεως να τον συμπαθώ για 2 λόγους. Ο ένας ήταν ότι τον θαύμαζαν ο Ραφαηλίδης και η Μαλβίνα Κάραλη. Τους εκτιμούσα και άρα… αυτοί θα ήξεραν κάτι που εγώ δεν είχα καταλάβει. Για να βγαίνει ο Ραφαηλίδης και να μαλώνει με τον Σαββόπουλο για τον Τεό, κάτι ύποπτο γίνεται. Ιστορικός καβγάς με τον οποίον βούιξαν τα ΜΜΕ τότε. Η κόντρα τους συνεχίστηκε και για μια ταινία της συχωρεμένης Φρίντας Λιάπα (υπάρχει βιντεάκι στο youtube με Σαββόπουλο, Ραφαηλίδη, Δοξιάδη, Καρυπίδη, με παρεμβάσεις της Λίνας Νικολακοπούλου και της Άννας Ψαρούδα Μπενάκη). Η αντιπαλότητα του Αγγελόπουλου με τον Σαββόπουλο είχε ως αφετηρία την ιδεολογία και όχι την αισθητική των εικόνων. Ο Σαββόπουλος περνούσε τότε την «πατριωτική του φάση». Ο Αγγελόπουλος ήταν της άποψης ότι η Γη ανήκει σε όλους. Στην εποχή του ορυμαγδού όπου κατέρρεαν τα τείχη, όπου χωρίζονταν τα κράτη, ο ένας ήθελε να μη χαθεί ο χαρακτήρας μας, ο άλλος ήθελε να κατανοήσουμε τον πλησίον. Οι διανοούμενοι χωρίστηκαν σε 2 στρατόπεδα. Με βάση την πολιτική τους τότε πεποίθηση. Στην πολιτική τότε γινόταν χαμός με την «παγκοσμιοποίηση» να ξεφυτρώνει ως νέα έννοια, με μετανάστες χωρίς πατρίδα, με συλλαλητήρια κλπ.

Ο δεύτερος λόγος που συμπάθησα τον Αγγελόπουλο ήταν τα γεγονότα στη Φλώρινα. Όταν γύριζε το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού είχαν συμβεί τρομερά πράγματα. Είχα στενούς δεσμούς με τη Φλώρινα τότε και, κάθε φορά που πήγαινα, μάθαινα τα παρασκήνια από πρώτο χέρι. Ο Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι με την Ζαν Μορό να είναι μπλεγμένοι σε έναν πρωτοφανή καβγά της τοπικής κοινωνίας που είχε σχέση με την ταινία, αλλά οι προεκτάσεις του ήταν πολιτικές, εθνολογικές και ιδεολογικές. Την εποχή που έπεφταν τα τείχη, που κάναμε απανωτές εκλογές για να γίνει μια κυβέρνηση συνεργασίας, που έμπαιναν κάθε μέρα άπειροι Αλβανοί στη χώρα ο Αγγελόπουλος επιχείρησε να γυρίσει μια ταινία υπέρ του διεθνισμού στη Φλώρινα. Ατύχησε.

Ο Μητροπολίτης Φλώρινας Καντιώτης ξεσηκώνοντας τον κόσμο προσπαθούσε να σταματήσει τα γυρίσματα. Ομάδες παραχριστιανικών οργανώσεων κατέστρεφαν τα υπέροχα σκηνικά του Μικέ Καραπιπέρη που είχε στήσει δίπλα στον Σακουλέβα, τον ποταμό μέσα στην πόλη. Μεγάφωνα και μαύρες σημαίες. Διαδηλώσεις. Συγκρούσεις. Ο Αγγελόπουλος είχε προσλάβει ανθρώπους από τη Φλώρινα για να ενταχθούν στο συνεργείο. Θυμάμαι πχ ότι κάποιοι είχαν ως μέλημα να κουβαλούν χιόνι με φορτηγά από τις γύρω περιοχές για τις ανάγκες του σκηνικού ή να φυλάνε τα σκηνικά να μην τα κάψουν οι διαδηλωτές. Ενδοοικογενειακοί καβγάδες σε όλα τα σπίτια. Είστε προδότες, είστε συντηρητικοί, είστε αιρετικοί, είστε φασίστες, μας ρεζιλέψατε διεθνώς, εσείς μας κάνατε ρεζίλι στο Μαστρογιάννι!!! Σκηνές πραγματικά σουρεαλιστικές. Ο Καντιώτης αφόρισε στην αρχή τον Αγγελόπουλο, μετά αφόρισε όλο το συνεργείο και μετά αφόρισε και το ποτάμι της πόλης. Στα Θεοφάνεια δεν έριξε το σταυρό στο ποτάμι γιατί το είχε μολύνει ο Τεό.

Μια ταινία που γυρίζεται με κλούβες των ΜΑΤ τι αντίκτυπο μπορεί να έχει; Τεράστιο. Στη Φλώρινα άρχισαν να παρελαύνουν όλοι οι πολιτικοί. Επιγραφές «είστε ανεπιθύμητοι» στο ένα πεζοδρόμιο, «κάτω η χούντα και το παπαδαριό» στο άλλο. Ήταν η εποχή που τα Σκόπια άρχισαν να διεκδικούν σοβαρά να ονομαστούν Μακεδονία. Υπήρχαν φωνές υπέρ της αυτονομίας, επιθέσεις ελληναράδων που έρχονταν με πούλμαν και κατέστρεφαν τα γραφεία «Μακεδονικών» ενώσεων και σωματείων. Είχαν γίνει τα συλλαλητήρια κατά των Σκοπίων στη Θεσσαλονίκη (με Παπαθεμελή, Ψωμιάδη, Βελόπουλο και πολλούς άλλους) και όλο το σκηνικό μεταφέρθηκε δίπλα στο ψεύτικο σκηνικό του Αγγελόπουλου. Ο Καντιώτης είπε στον Αγγελόπουλο «εμετρήθης, εζυγίσθης και ευρέθης ελλιπής δια του Ευαγγελίου» και ο Αγγελόπουλος απάντησε «Δέσποτα, εμετρήθης, εζυγίσθης και ευρέθης ελλιπής δια του Συντάγματος». Ανάμεσα σε όλους αυτούς ο Λιάνης, ο μεγάλος αυτός άνθρωπος, βουλευτής Φλώρινας, να προσπαθεί να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα. Διότι ο ίδιος καταλάβαινε από τη μια το έργο του Αγγελόπουλου και το κινηματογραφικό του κήρυγμα, και από την άλλη γνώριζε την πραγματικότητα της περιοχής, την καρατόμηση και τον διχασμό από τα χρόνια του εμφυλίου.

Ο Αγγελόπουλος στα χρόνια που πέρασαν σχεδόν πολιτογραφήθηκε Φλωρινιώτης. Είχε επιλέξει εκεί το δυτικό κομβικό σημείο της Ελλάδας. Το τριεθνές ανάμεσα σε Ελλάδα, Σκόπια, Αλβανία. Το υγρό στοιχείο της Πρέσπας που ήταν το φυσικό σύνορο κάποιων ανθρώπων που ο ίδιος ήθελε να μην έχουν σύνορα. Θα μπορούσε ακριβώς τα ίδια να κάνει κι εδώ στη Θράκη. Με Ελλάδα, Τουρκία, Βουλγαρία. Και με τον Έβρο. Στην Ανατολική Ελλάδα.

Έβλεπε, έλεγε σε συνεντεύξεις, τις σύγχρονες ευρωπαϊκές πόλεις με τα μεγάλα ποτάμια να τις διασχίζουν και τον κόσμο να συγκεντρώνεται σα σμάρι γύρω από το νερό. Τα ποτάμια να είναι η συγκολλητική ουσία των κοινωνιών, των λαών, των ετερόκλητων. Μελαγχολούσε που τα ποτάμια στα Βαλκάνια χωρίζουν και δεν ενώνουν τους ανθρώπους. Τι τα θες; «Εδώ είναι Βαλκάνια» είπε ο Σαββόπουλος. Παραδόξως και οι δυο διεπίστωναν το ίδιο πράγμα. Ο ένας έδειχνε να το αποδέχεται. Ο άλλος όχι.

Ο Αγγελόπουλος έκανε μια διαδρομή στις ταινίες του. Από τον εμφύλιο και τα σύνορα των ιδεολογιών, στα γεωγραφικά σύνορα και τον αποκλεισμό των κρατών και μετά στα προσωπικά σύνορα μέσα στα μυαλά μας. Τον απασχολούσε η ιδέα του θανάτου. Για το τι αφήνουμε πίσω. Κάποτε σε κάποια γυρίσματα βρήκε νεκρό σε ξενοδοχείο της Φλώρινας τον μεγάλο Τζιαν Μαρία Βολοντέ. «Όταν τον άγγιξα, η κρυάδα του θανάτου έγινε ταραχή. Ερώτημα για µένα, για την ανθρώπινη µοίρα: Τι κάνει κανείς αν έχει µία µόνο µέρα να ζήσει... Πώς περνάει αυτή η µέρα... Πώς αισθάνεται σ' αυτό το μεταίχμιο, µε τη ζωή πίσω και το όριο µπροστά...».

Μάλλον τρόμαζε όταν καταλάβαινε ότι δεν καταλαβαίνουμε τη… θνητότητά μας και αφήνουμε πίσω ως μόνη μας κληρονομιά την μισαλλοδοξία. Τρόμαζε μπροστά στο ανεκπλήρωτο. Μετά τον Μελισσοκόμο αυτό ήταν το μοτίβο του. Ο τρόμος μπροστά στο ανεκπλήρωτο. Και κυρίως όταν το ανεκπλήρωτο γίνεται προσωπική μας επιλογή. Από τα πολιτικά αδιέξοδα, προχώρησε στα κοινωνικά αδιέξοδα και μετά στα προσωπικά αδιέξοδα. Μπορεί κάποιος να έχει αντιρρήσεις για το στυλιζάρισμα των σκηνών ή για το ρυθμό, ή να τον θεωρεί υπερβολικά «λόγιο» κινηματογραφιστή. Μπορεί να του βρεις κουσούρι την αγάπη του για το «κάδρο», μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι δεν βλέπει σινεμά, ούτε θέατρο, αλλά ότι είναι μια διαδοχική προβολή εικόνων σαν σε άλμπουμ.

Ήταν ταυτόχρονα Τεό, αλλά και Θοδωρής. Τον Αγγελόπουλο δεν πρέπει να τον κρίνει τελικά κανείς με καθαρά κινηματογραφικά κριτήρια. Ασχέτως αν πήρε σχεδόν όλα τα βραβεία της οικουμένης. Πρέπει να τον κρίνει ιδεολογικά. Τα πράγματα για τους λαούς, αλλά και για τον καθέναν μας προσωπικά, θα ήταν πολύ διαφορετικά αν σκεφτόμασταν όπως ο Αγγελόπουλος. Όλοι φωνάζουν «να μη χάσουμε την ταυτότητά μας». Ο Αγγελόπουλος απλά ρώτησε «ποια είναι η ταυτότητά μας»;

2 σχόλια:

  1. Αυτό είναι ένα ωραίο κείμενο για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Η ζωή του φαίνεται να ήταν γεμάτη από τραγικές ειρωνείες. Αποφασίζει να μείνει στην Ελλάδα όταν επέστρεψε από τη Γαλλία και τον πέρασαν οι αστυνομικοί για φοιτητή επειδή έτυχε να περνάει από μια διαδήλωση και τον έδειραν σπάζοντας τα γυαλιά του.
    Αφιερώνει κάμποσες ταινίες για το ανεκπλήρωτο, όπως γράφεις, και δυστυχώς πέθανε κατά τη διάρκεια γυρισμάτων. Το πιο τραγικά ειρωνικό είναι ότι ο άνθρωπος που οδηγούσε τη μηχανή ήταν ειδικός φρουρός, εκτός υπηρεσίας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Εδώ θα αφήνετε σχόλια και... σχολιανά