Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2018

Το παλιό Subaru Forester



 Τους συναντάω εδώ και μερικά χρόνια πάντα στο ίδιο μέρος. Στην άκρη της παραλίας. Στην ησυχία. Σε μια περιοχή που μοιάζει πιο εξωτική από την υπόλοιπη παραλία επειδή έχει πιο πολλή άμμο, καθόλου ξαπλώστρες και μουσικές. Σχετικά λίγο κόσμο.
Δεν πηγαίνω πάντα στο μέρος αυτό. Ούτε κι αυτοί. Απλά τυχαίνει να συναντιόμαστε κάποιες φορές εκεί περιστασιακά σε ένα ιδιότυπο και άτυπο ραντεβού. Έτσι για να διαπιστώσουμε ότι ζούμε και ότι βγάλαμε κι αυτόν το χειμώνα αλώβητοι.
Αυτοί έχουν ένα Subaru Forester. Παλιό. Όχι απ αυτά τα ξιπασμένα SUV, τις τζιπάρες και τα τεθωρακισμένα. Ένα συνεσταλμένο αυτοκίνητο χαμηλών τόνων. Το παρκάρουν απέναντι στην ανοιχτωσιά, εκεί που αφήνω κι εγώ το δικό μου. Χοντρικά ακολουθούμε την ίδια πορεία και την ίδια διαδικασία. Ομπρέλες, καρεκλάκια παραμάσχαλα, τσάντες, παγούρια. Βάδισμα στην παχιά άμμο σαν τον Λόρενς της Αραβίας. Εγκατάσταση. Υπολογισμός της τροχιάς του ήλιου. Σταυρόλεξο.
Είναι μάλλον ένα ζευγάρι συνομηλίκων. Μεταξύ τους. Και με μένα. Αυτός μάλλον γοητευτικός για τα γυναικεία γούστα. Διατηρεί ακόμα κάτι από παλιά γυμνασμένο σώμα κυρίως λόγω του τρόπου που βαδίζει. Κάτι σαν πρώην ποδοσφαιριστής που δεν καταστράφηκε ολοσχερώς με το πέρασμα του χρόνου. Διατηρεί τα μαλλιά του. Μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν στην πλειοψηφία τους μαύρα ακόμα. Τώρα πια γκρίζαρε κι αυτός. Όμορφα μαλλιά.
Η γυναίκα του ξανθιά. Βάφει τα μαλλιά της ξανθά, αλλά είναι και η ίδια ξανθιά. Πρώην εντυπωσιακή γυναίκα. Πρώην αδύνατη. Πρώην γυναίκα με καμπύλες. Με κάποιο πρόβλημα στη μέση τώρα. Φαίνεται από τον τρόπο που περπατάει.
Ένα κοινό ζευγάρι λοιπόν. Κάθε χρόνο τους παρακολουθώ. Είμαστε εκεί, γνωριζόμαστε, δεν έχουμε συστηθεί ποτέ, δεν μιλήσαμε ποτέ. Κοιταζόμαστε. Θέλω πια να τους μιλήσω τώρα που πέρασαν τα χρόνια. Να τους ρωτήσω πώς είναι να φαίνονται τόσο αβίαστα αγαπημένοι. Να τους πάρω συνέντευξη να μάθω αν έχουν καταλάβει πόσο τυχεροί είναι. Να μου πουν πώς μπόρεσαν να συντηρούν τη σχέση τους τόσο ισχυρή όσο και το Subaru Forester που πάλιωσε, αλλά τη δουλειά του την κάνει και την παρακάνει. Να μου πουν ρε αδερφέ, τι διάολο σέρβις κάνουν στη σχέση τους, τι λάδια αλλάζουν, κάθε πόσα χιλιόμετρα. Εμφάνισε βλάβες; Καυγάδες; Αλλάξανε μηχανή, δίσκο, πλατώ; Άφησαν ξένα χέρια να αγγίξουν τη σχέση ή μόνο τα πιστοποιημένα τα δικά τους; Ποιος ανέλαβε τα μερεμέτια. Ποιος άκουσε έναν «περίεργο θόρυβο» από κάτω, όπως συνήθως λέμε ότι ακούμε με τα παλιά αμάξια.
Έχουν 2 παιδιά. Παλιότερα εμφανίζονταν κάπου κάπου μαζί τους. Συνήθως το κορίτσι. Όσο ήταν μικρό. Τα τελευταία χρόνια τα παιδιά λείπουν, ως όφειλαν. Με γεμάτο το ρεζερβουάρ της νιότης χαράσσουν άλλες διαδρομές. Αυτοί είναι μόνοι πια. Κάθε φορά αυτός θα φροντίσει να επιλέξει τη σωστή γωνία της ομπρέλας («αντρική υπόθεση» ο έλεγχος του ήλιου-ότι και καλά είμαστε απόγονοι Ινδιάνων και έχουμε αυτή τη ρημάδα 6η αίσθηση και το κληρονομικό χάρισμα…). Θα οριοθετήσει τον τρόπο που θα βάλουν τα καρεκλάκια και θα χει και για backup τις ψάθες για την μετέπειτα σιέστα. Θα μπήξει, θα σκάψει, αυτή θα τον βοηθήσει αποτελεσματικά και με ειλικρίνεια, αλλά διακριτικά, να μη φανεί, να μην του κλέψει τη δόξα, μην τον μειώσει αυτόν τον απόγονο της φυλής των Ινδιάνων Subaru. Τον γιο του αδικοχαμένου αρχηγού της φυλής που πριν τον χαλάσουν μπαμπέσικα οι λιγδιάρηδες λευκοί, πρόλαβε να μάθει στο γιό του όλα τα μυστικά του στησίματος μιας ομπρέλας σε μια ανεμοδαρμένη παραλία.
Πρώην μύες φουσκώνουν, θαμμένοι τετρακέφαλοι πάλλονται, μαζί με τρικέφαλους και πονοκέφαλους. Οι γνωστές προσπάθειες που κάνουμε όλοι εμείς οι «μακριά από οργανωμένες και οργωμένες πλαζ». Που μοιάζουμε σαν τον αστροναύτη τον Όλντριν το 1969 που έμπηξε την αμερικανική σημαία στη Σελήνη, με κόπο γιατί χωρίς βαρύτητα δύσκολα τα πράγματα. Εμείς από την άλλη, κοπιάζουμε ένεκα της αυξημένης βαρύτητας που καταπονεί το σώμα με τα χρόνια.
Μετά την εγκατάσταση η γυναίκα θα αναλάβει τη διάταξη των πραγμάτων σε ακτίνα βολής ώστε να αποφεύγονται οι κινήσεις. Νοικοκυρεμένα πράγματα, όχι περιττές ενέργειες. Νερό, αντηλιακό, τα βασικά. Δεν ντρέπεται για το σώμα της που είναι πιο πλαδαρό από κάτι τόπλες παραδίπλα. Συμφιλιωμένη με το χρόνο, με τα κύτταρά της, με την εικόνα της, με τη φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων. Διότι και η φθορά εξέλιξη είναι. Απλά είναι ένας κατηφορικός δρόμος. Έχει η γυναίκα αυτή, την αυτοπεποίθηση που της δίνουν τα χρόνια. Σου λέει «υπήρξα και νέα και όμορφη και ποθητή». Προφανώς θα την πολιορκούσαν οι άντρες, αλλά κατέληξε σ αυτόν που πρέπει να ήταν όμορφος τύπος.
Αυτή έχει μια δυτικομακεδονίτικη ομορφιά κι αυτός μια θρακιώτικη ηρεμία. Με κοιλίτσα, κυτταρίτιδα, ρυτίδες, σημάδια. Και οι δυο. Του αρέσει να κολυμπάει σεμνά, χωρίς φιγούρες και βουτιές, χωρίς λαχανιάσματα και αγωνιστικό ρυθμό. Ήρθε για να δροσιστεί. Όχι για να αγωνιστεί. Τον έχω τσακώσει όμως μερικές φορές να απομακρύνεται πιο μέσα με δυνατές χεριές. Μάλιστα μια φορά με πλησίασε στα βαθιά και μόλις αντιλήφθηκε ότι υπήρχε άνθρωπος εκεί, έκοψε ταχύτητα μην τύχει και τον περάσω για αθλούμενο ψώνιο και τον παρεξηγήσω. Διότι εδώ είμαστε για διακοπές.
Η γυναίκα του δεν μπαίνει στα βαθιά. Πλατσουρίζει κάπου πιο έξω και πάντα προσπαθεί να τον πλησιάσει. Την φυλάει στη θάλασσα. Τον φιλάει στη θάλασσα.  Όταν βγαίνουν έξω αυτή κάθεται στην ψάθα κι αυτός ξαπλώνει στην αγκαλιά της. Έτσι δροσίζεται αυτή. Κι όταν σφίξει η ζέστη, τον ξαναστέλνει για μια βουτιά για να τον ξαναγκαλιάσει και να δροσιστεί.
Αυτό που μου έκανε εντύπωση την πρώτη φορά που τους είδα ήταν τα αγγίγματά τους. Αυτός δεν είχε πρόβλημα να την αγκαλιάσει, να τη σφίξει. Μια φορά τη φίλησε κιόλας στο λαιμό. Δεν αντιδρά όταν αυτή κολλάει πάνω του. Παλιότερα της έβαζε λάδι στην πλάτη με φροντίδα και όχι από υποχρέωση.
Αυτή πάλι έχει αυτά τα χέρια που όλοι ψάχνουμε να βρούμε στη ζωή. Χέρια επιτήδεια, δυνατά και έμπειρα. Βάζει τα δάχτυλά της στα μαλλιά του και τα χαϊδεύει. Της αρέσει να τον αγγίζει με όλο το μέσα της παλάμης. Αυτό το απαλό μέρος που καλύπτει μεγάλη επιφάνεια, που εξαφανίζει παλιούς πόνους, ανασφάλειες, ατυχίες. Το ιαματικό άγγιγμα. Δεν μιλάμε για χάδι με ακροδάχτυλα. Δεν μιλάμε για σεξουαλικό γαργαλητό, για διεγερτικές θωπείες, για ανακουφιστικούς αυνανισμούς, για απόκρυφες ιδρωμένες επαφές του δέρματος. Ή μάλλον μιλάμε για όλα αυτά μαζί.
Για ένα χούφτωμα μιλάμε. Για δυο παλάμες και δέκα δάχτυλα. Που θα τον περιτριγυρίσουν όσο μπορούν παντού, που δεν θέλουν να τον ερεθίσουν, αλλά να του επιβεβαιώσουν ότι είναι εκεί. Ότι είναι ζωντανά χέρια που τον φροντίζουν, που του ανήκουν, που θα είναι εκεί και το βράδυ στο ηλιοβασίλεμα χωρίς ντε και καλά να το βλέπουν χέρι-χέρι αλλά με ένα τυχαίο άγγιγμα στο εσωτερικό του χεριού πάνω από τον καρπό (εκεί στα μαλακά).
Δυο χέρια να τον καθησυχάσουν ότι θα είναι εκεί και τη νύχτα αν πεταχτεί από τον ύπνο να τον αγκαλιάσουν, να τον ρωτήσουν τι έχει αυτός και ξαγρυπνά, να τον ηρεμίσουν «Είσαι καλά; Έλα ξάπλωσε, κακό όνειρο ήταν και πάει. Έλα αγκαλιά».
 Δυο χέρια αποτελεσματικότερα από την πιο εύγευστη γκουρμέ σούπα για άρρωστο, προτιμότερα από το πιο σφριγηλό γυναικείο κορμί, πολυτιμότερα από τον πλέον εξειδικευμένο γιατρό.
Δυο χέρια προστατευτικά όταν πρέπει, δυνατά όταν χρειάζεται, πρόστυχα όταν επιβάλλεται. Που οδηγούν σε μια αγκαλιά. Μαλακή, πληθωρική, δοτική.
Μιλάνε αρκετά. Δεν καταλαβαίνω τι λένε. Τι μπορεί να λένε μετά από τόσα χιλιόμετρα και τόσα σέρβις. Τι διαδρομές τους μένει να κάνουν με το Subaru; Λένε άραγε για αναμνήσεις ή για νέα σχέδια; Αυτή είναι πιο εκφραστική. Έχει ωραία μάτια. Τα χει πάντα μισόκλειστα από τον ήλιο. Προσπαθώ να καταλάβω αν αυτό το βλέμμα μου είναι γνώριμο. Αν με έχουν δει κι εμένα κάποια μάτια έτσι, αν με έχουν περιθάλψει με ένα τέτοιο βλέμμα.
Αυτή τον κοιτάζει και τον περιεργάζεται. Τον αγγίζει παντού. Αυτός έχει βλέμμα πάντα κάπου μακριά. Δεν ξέρω αν ευχαριστεί το Θεό εκείνη την ώρα. Δεν ξέρω καν αν πιστεύει στο Θεό. Σα να οδηγεί το Forester, αλλά να κοιτάζει την άσφαλτο στον ορίζοντα. Σε έναν ίσιο δρόμο, σε μια ανοιχτωσιά.
Τελικά δεν είναι ούτε το design, ούτε η ιπποδύναμη του Subaru Forester… Είναι τα χρόνια και τα πράγματα που κουβαλάει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εδώ θα αφήνετε σχόλια και... σχολιανά