Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

Το ρήμα

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Δεν έχυνε για να χύνει. Έχυνε γιατί μια λειτουργία πιο βαθιά, πιο μυστηριακή την έκανε να επικοινωνεί με τον βαθύτερο εαυτό της. Κι ερχόταν πρώτα – πρώτα η μορφή του πατέρα της, του πρωτομάστορα, που την έπαιρνε τις Κυριακάδες για τα ψηλά βουνά. Μικρά ρυάκια της κατέβαιναν, τα πρώτα ρίγη, και όσο προχωρούσε, με στάδια, μεσοσταθμούς, τόσο τα νερά μαζεύονταν στο βαθύ ποτάμι που οδηγούσε στο φράγμα. Αυτό το φράγμα γινόταν τότε ολόκληρη, καθώς αυτός τη γαμούσε και πίεζε τα συθέμελά της. Ω γλυκυτάτη του τέλους ηδονή, η στιγμή πλησίαζε, η στιγμή που θα γκρεμιζόταν μέσα της το φράγμα και τα νερά θα χυμούσαν ατίθασα, βάρβαρα. Στο φράγμα αυτό είχε πεθάνει ο χτίστης πατέρας της και αυτόν ξέθαβε κάθε φορά, τον έβρισκε ατόφιο όπως τον θυμόταν, με την πλατιά παλάμη του, την εργατικιά, την τίμια, να τη σηκώνει, μικρό κορίτσι, στα γόνατά του. Φώναζε, ούρλιαζε τη στιγμή της συντέλειας αυτής του κόσμου που ήταν γι Αυτήν κάθε γαμίσι του. Αυτός της είχε βρει τα κουμπιά και τη μεταμόρφωνε σε στοιχείο της φύσης, προμυθικό. Γινόταν μια αρχαία θεά που κινούσε τον ουρανό και τη γη στις προσταγές του. Με κλειστά τα μάτια της, παραδομένη στις εισβολές του, που δεν είχαν τελειωμό, κινέζοι μιλιούνια εφορμούσαν, μικρά μυρμήγκια που σακάτευαν το κάστρο της. Ήταν κι εκείνο το κοντάρι, ένα ξύλο, από τίμιο δέντρο, χοντρό, σαν πέος σκληρό, καμουφλαρισμένο, που χτυπούσε τις πόρτες του κάστρου της. «Τας θύρας, τας θύρας». Από τις επάλξεις αμύνονταν η ίδια, με τόξα, φωτιές, πυρωμένο λάδι προσπαθώντας να απωθήσει τον εχθρό που την πολιορκούσε. Ήταν το μικρό κορίτσι, κληρονόμος του θρόνου, που ο βάναυσος θείος τον είχε κλέψει απ’ τον πατέρα της κι αυτή τον υπερασπιζόταν, σαν μια βασιλοπούλα. Μα εφορμούσαν τα στρατά, κι η ίδια δεν άντεχε παραπάνω. Μόλις το χοντρό δοκάρι έσπαζε την πόρτα του κι έμπαιναν μέσα της οι εχθροί, αμέσως άλλαζε τα σκηνικό στο μυαλό της κι η ίδια γινόταν ένα φράγμα. Ήσυχα, γαλήνια αντικαθρεφτίζονταν στα νερά του τα ψηλά, χιονισμένα βουνά. Πλημμυρισμένη αδιέξοδα, περίμενε τη στιγμή που θα υποχωρούσε, για να χυθεί έξω, να χύσει όλο το υδάτινο βάρος της στη θάλασσα. Τέτοιες γιγάντιες διαστάσεις έπαιρνε μέσα της ο έρωτας, γι αυτό και δεν ήταν κάτι απλό. Όταν επιτέλους, τα νερά κατεβαίνοντας, αναδείχναν τις αφαλατωμένες όχθες της, τα βράχια της, γυμνά στον ήλιο, με τόσα κοράλια, ησύχαζε για λίγο. Ώσπου να ξαναγεμίσει και να ξανάρθει ο εχθρός, ο βιαστής, ο πορθητής, να ρίξει πάλι το φράγμα, για να αναδυθεί, απ’ τα συθέμελά του, η μορφή του άγιου πατέρα της, του πρωτομάστορα, που βρήκε εκεί, όταν το’ χτιζε, η ίδια ήταν ακόμη μικρή, ένα τραγικό τέλος.
Αυτός δεν καταλάβαινε τούτες τις διεργασίες μέσα της. Απορούσε μόνο με το πάθος που δινόταν στη μυσταγωγία.
-Εσύ, βουβάλω μου, της έλεγε, χρειάζεσαι ένα βίσωνα για να σε ικανοποιεί. Και τουλάχιστο, να μην ήσουν μπατίρισσα, θα’ λεγα χαλάλι. Μα δεν μπορώ τόσο συχνά. Πρέπει να βγάλω κι εγώ ένα τίμιο μεροκάματο. Οι ξένες τελειώνουν με το ένα τέταρτο του χρόνου που χρειάζεσαι εσύ. Τελειώνουν, πληρώνουν κι ησυχάζουν.
Νόμισε πως θα μπορούσε να τον δέχεται περιστασιακά. Μα σαν της πέρασε βαθιά το δαχτυλίδι του πέους του και γίναν οι μυστικοί αρραβώνες με τη δική της κλειτορίδα, αρρώσταινε μόλις την άφηνε για να πάει με άλλες. Και τον περίμενε, όπως η λύκαινα το μωρό της, για να τον κατασπαράξει.
Γι αυτό δεν έχυνε για να χύνει. Αλλά γιατί μια λειτουργία πιο βαθιά, πιο μυστηριακή την έκανε να επικοινωνεί με τον βαθύτερο, τον συμπαντικό, τον άγνωστο εαυτό της.
Βασίλης Βασιλικός - Οι Λωτοφάγοι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εδώ θα αφήνετε σχόλια και... σχολιανά